πουδράρω

πουδράρω
(αόρ. πουδραρισα) μετ. пудрить

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "πουδράρω" в других словарях:

  • πουδράρω — πουδράρω, πουδράρισα βλ. πίν. 55 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πουδράρω — και πουδραρίζω, πασπαλίζω, βάζω πούδρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πουδράρω — και πουδραρίζω Ν [πούδρα] καλύπτω με πούδρα …   Dictionary of Greek

  • πουδράρισμα — το, Ν [πουδράρω / πουδραρίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πουδράρω …   Dictionary of Greek

  • αλευρώνω — 1. πασπαλίζω με αλεύρι 2. λερώνω με αλεύρι 3. πασπαλίζω με πούδρα, πουδράρω 4. μεσ. μορφώνομαι επιφανειακά και επιπόλαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεύρι. ΠΑΡ. νεοελλ. αλεύρωμα] …   Dictionary of Greek

  • πουδραρίζω — Ν βλ. πουδράρω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»